- επεισοδιακός
- η , ό[ν]1) эпизодический; случайный; 2) несущественный, второстепенный; побочный;
'επεισοδιακές λεπτομέρειες — несущественные детали
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
'επεισοδιακές λεπτομέρειες — несущественные детали
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επεισοδιακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο επεισόδιο 2. παρέμβλητος, επουσιώδης 3. εκείνος που προκαλεί πρόσκαιρες ζωηρές εντυπώσεις («επεισοδιακή εμφάνιση»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Κ. Δ. Σούτζο] … Dictionary of Greek
επεισοδιακός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται σε επεισόδιο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)